- ἰδῆν
- εἶδονseeaor inf act (epic doric)ἰδέωknowpres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἴδην — Ἴδη timber tree fem acc sg (attic epic ionic) Ἴδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴδην — ἴ̱δην , ἴδη timber tree fem acc sg (attic epic doric ionic) ἴ̱δην , ἶδος sweat neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
σφώ — και σφῶϊ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. τού β προσ. τής προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek